αποσπερματίζω

αποσπερματίζω
-ισα, βγάζω σπέρμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀποσπερματίζω — pres subj act 1st sg ἀποσπερματίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσπερματίζω — (Α ἀποσπερματίζω κ. σπερμαίνω) (για άντρα) εκσπερματώνω …   Dictionary of Greek

  • ἀποσπερματίζει — ἀποσπερματίζω pres ind mp 2nd sg ἀποσπερματίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπερματίζουσιν — ἀποσπερματίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσπερματίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπερματίζειν — ἀποσπερματίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπερματίζων — ἀποσπερματίζω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπερματίσαντος — ἀποσπερματίζω aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκποιώ — ( έω) (AM ἐκποιῶ) πουλάω αναγκαστικά, ξεπουλάω μσν. 1. καθιστώ 2. μέσ. γίνομαι αρχ. 1. κάνω κάποιον να απομακρυνθεί ή να βγει από κάπου 2. δίνω το παιδί μου για υιοθεσία 3. αποσπερματίζω 4. παράγω, γεννώ 5. κατασκευάζω, εκτελώ 6. προμηθεύω,… …   Dictionary of Greek

  • εκσπερματίζω — (AM ἐκσπερματίζω) εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω νεοελλ. (μέσ., ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση αρχ. (για γυναίκα) συλλαμβάνω …   Dictionary of Greek

  • ἀποσπερματίσας — ἀποσπερματίσᾱς , ἀποσπερματίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”